Σαρκοείδωση

Μια πολύπλοκη, φλεγμονώδης πάθηση του αναπνευστικού

Στο ιατρείο του, στη Λάρισα, ο πνευμονολόγος Καραγιάννης Σπύρος, με τα πιο σύγχρονα μέσα και έγκυρες ιατρικές μεθόδους, αναλαμβάνει τη διάγνωση και θεραπεία της νόσου της σαρκοείδωσης

Τα συμπτώματα της σαρκοείδωσης μπορεί να είναι πολλά και να διαφέρουν μεταξύ των ασθενών. Αυτό συμβαίνει επειδή η νόσος μπορεί να επηρεάσει πολλά διαφορετικά όργανα και μέρη του σώματος.  

Ωστόσο, αρκετές φορές μπορεί να διαπιστωθεί τυχαία σε ασυμπτωματικούς ανθρώπους, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε ακτινογραφία θώρακος για άλλο λόγο.  

Στα γενικά συμπτώματα περιλαμβάνονται πυρετός, ανορεξία, αίσθημα κόπωσης, απώλεια βάρους και αρθραλγίες. Άλλα συμπτώματα εξαρτώνται από το ποια μέρη του σώματος έχουν προσβληθεί: 

  • Πνεύμονες 

Μπορεί να εκδηλωθεί με δύσπνοια (κυρίως κατά τη σωματική προσπάθεια), ξηρό βήχα, πόνο στο στήθος ή σπανίως αιμόπτυση. 

  • Λεμφαδένες 

Μπορεί να διογκωθούν και να παρατηρηθούν οιδήματα στις μασχάλες και στο λαιμό. Ο γιατρός μπορεί επίσης να παρατηρήσει διογκωμένους λεμφαδένες στην περιοχή του θώρακα εξετάζοντας την ακτινογραφία. 

  • Δέρμα 

Μπορεί να αναπτυχθούν μικροί όζοι (εξογκώματα) ακριβώς κάτω από την επιφάνεια του δέρματος. Μπορεί επιπλέον να αναπτυχθεί ένα εξάνθημα στη μύτη, τα μάγουλα, το πηγούνι και τα αυτιά, ιώδους χρώματος. Το οζώδες ερύθημα (Erythema nodosum) είναι μια κατάσταση που προκαλεί κόκκινους όζους (στρογγυλοποιημένα εξογκώματα), συνηθέστερα στις κνήμες. Αυτό μπορεί να αναπτυχθεί κατά την έναρξη της σαρκοείδωσης και είναι το πιο κοινό δερματικό εξάνθημα στη σαρκοείδωση. 

  • Οφθαλμοί 

Η σαρκοείδωση μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή στους οφθαλμούς (μάτια) συμπεριλαμβανομένης της ραγοειδίτιδας, που μπορεί να επηρεάσει την όραση. Τα μάτια κοκκινίζουν και ο πόνος είναι έντονος. 

  • Καρδιά 

Η σαρκοείδωση μπορεί να επηρεάσει τον καρδιακό ρυθμό, καθιστώντας τον πιο αργό ή ανώμαλο ή ακόμα να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια. 

  • Νεύρα 

Το νευρικό σύστημα μπορεί να επηρεαστεί με διάφορους τρόπους στη σαρκοείδωση. Μπορεί να προκαλέσει πονοκεφάλους, προβλήματα στην κατάποση, ένα είδος μηνιγγίτιδας, καθώς και προβλήματα όρασης ή ακοής. Μπορεί, ακόμη, να προκαλέσει μούδιασμα στο πρόσωπο, τα χέρια ή τα πόδια. Σπάνια, μπορεί να οδηγήσει σε σπασμούς ή εγκεφαλικό επεισόδιο. 

  • Νεφροί 

Η σαρκοείδωση προσβάλλει τους νεφρούς, προκαλώντας πέτρες (νεφρολιθίαση) λόγω των υψηλών επιπέδων του ασβεστίου στο αίμα και τα ούρα. 

  • Ήπαρ και σπλήνας 

Αυτά τα όργανα μπορούν να διογκωθούν στη σαρκοείδωση, αλλά σπάνια αυτό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα με την πήξη του αίματος ή να οδηγήσει σε αναιμία. 

Η διάγνωση μπορεί να είναι δύσκολη γιατί τα συμπτώματα είναι πολλά και από διαφορετικά όργανα του ανθρωπίνου σώματος, ενώ δεν υπάρχει συγκεκριμένη εξέταση που να παρέχει σαφή διάγνωση της νόσου. 

Μπορεί να χρειαστεί αρκετός καιρός ακόμα και για την υποψία της νόσου και θα πρέπει πρώτα να αποκλειστούν άλλες παθήσεις με παρόμοια συμπτώματα.  

Ο έλεγχος για σαρκοείδωση συνήθως περιλαμβάνει τα εξής: 

  • Ακτινογραφία θώρακος για να διαπιστωθεί αν οι πνεύμονες και οι λεμφαδένες έχουν προσβληθεί. 
  • Εργαστηριακές εξετάσεις αίματος για τη μέτρηση δεικτών της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας, του ασβεστίου και δεικτών του ανοσοποιητικού συστήματος 
  • Εξετάσεις ούρων 
  • Ηλεκτροκαρδιογράφημα, οφθαλμολογική εξέταση, λειτουργικός έλεγχος της αναπνοής (σπιρομέτρηση και διάχυση) για την εκτίμηση προσβολής άλλων οργάνων αλλά και της βαρύτητας της νόσου
  • Αξονική τομογραφία θώρακος, μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου/καρδιάς και υπερηχογράφημα καρδιάς, ανάλογα με τα ευρήματα κατά την κλινική εξέταση
  • Βρογχοσκόπηση (απλή ή με ενδοβρογχικό υπέρηχο EBUS) για τη λήψη βιοψιών από τον πνεύμονα ή τους λεμφαδένες

Πολλοί άνθρωποι δεν χρειάζονται θεραπεία και πρέπει απλώς να παρακολουθούνται από το γιατρό σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η θεραπεία εξαρτάται από το όργανο το οποίο έχει προσβληθεί και μπορεί να περιλαμβάνει από οφθαλμικές σταγόνες ή δερματικές κρέμες έως κορτιζόνη και βιολογικούς παράγοντες.  

Ο στόχος είναι η ύφεση των συμπτωμάτων και ο έλεγχος της νόσου. Η σαρκοείδωση μπορεί να επιδεινωθεί μετά τη διακοπή της θεραπείας και για το λόγο αυτό απαιτείται τακτική παρακολούθηση και συζήτηση με τον γιατρό. 

Οι περισσότεροι άνθρωποι που διαγιγνώσκονται με σαρκοείδωση παρουσιάζουν βελτίωση των συμπτωμάτων χωρίς ειδική θεραπεία και συνεχίζουν να ζουν φυσιολογικά. Ωστόσο, περίπου 1 στους 4 αντιμετωπίζει μακροχρόνια συμπτώματα που απαιτούν συνεχή θεραπεία.